- συνοπτικός
- -ή, -ό / συνοπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύνοπτος]1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας»)νεοελλ.φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» — τα τρία πρώτα ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά Λουκάν, τα οποία, καταγραφόμενα σε παράλληλες στήλες και συγκρινόμενα μεταξύ τους, μπορούν να θεωρηθούν συνοπτικά για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενοβ) «συνοπτικό πρόβλημα» — το πρόβλημα τών σχέσεων και τής αλληλεξάρτησης μεταξύ τών συνοπτικών ευαγγελίωνγ) «συνοπτική ανάλυση»(μετεωρ.) το σύνολο τών διαδικασιών που επιτρέπουν τον προσδιορισμό τού τύπου τής στιγμιαίας κυκλοφορίας στην ατμόσφαιρα και, κατ' επέκταση, την εκτίμηση τής εξέλιξης και την πρόβλεψη τού καιρούδ) «συνοπτική μετεωρολογία»(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο την ανάλυση και την πρόβλεψη, σε μεγάλη κλίμακα, τής εξέλιξης τού καιρού με βάση έναν μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την επιφάνεια τής Γης ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα τηςε) «συνοπτικός μετεωρολόγος»(μετεωρ.) ο μετεωρολόγος που ασχολείται με τη συνοπτική μετεωρολογίαστ) «συνοπτικός χάρτης καιρού»(μετεωρ.) χάρτης στον οποίο συνοψίζεται η κατάσταση τού καιρού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή πάνω από μια εκτεταμένη επιφάνειαζ) «συνοπτική διαδικασία»(πολ. δίκ.) διαδικασία απαλλαγμένη από πολύπλοκους και πολλούς τύπους τής συνήθους διαδικασίαςη) «με συνοπτική διαδικασία»μτφ. σύντομα και χωρίς πολλές διατυπώσειςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοπτικόνσυνέντευξη («ἵνα...ἡμεῑς οἱ εὐτελεῑς τύχωμεν τοῡ πρὸς τὸν ἀρχιερέα συνοπτικοῡ», Στουδ. Θεόδ.)αρχ.1. αυτός που βλέπει ή, γενικά, αντιλαμβάνεται κάτι συνολικά2. (κατ' επέκτ.) οξυδερκής, οξύνους3. το ουδ. ως ουσ. η οξυδέρκεια.επίρρ...συνοπτικός /συνοπτικῶς ΝΜΑ και συνοπτικά Νσύντομα, περιληπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.